Saskatāms grieķu valodā
Tulkojums: saskatāms, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
διαπρεπής, διακεκριμένος, ευδιάκριτος, εξαιρετικός, ευδιάκριτη, διακριτά, ευδιάκριτο, διακριτό, διακρίνεται
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: saskatāms
saskatāms valodas vārdnīca grieķu, saskatāms grieķu valodā
Tulkojumi
- saskaitīšana grieķu valodā - συν, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
- saskanēt grieķu valodā - αμπάρι, αρμονία, κρατώ, συμφωνία, ομόνοια, συμφωνώ, συμπεριφέρομαι, ...
- saskatīt grieķu valodā - σπυρί, μέρος, εντοπίζω, βούλα, διαβλέπω, αναγνωρίζω, διακρίνω, ...
- saskaņa grieķu valodā - συμμόρφωση, ομόνοια, αρμονία, συμφωνία, συγκατάθεση, αρμονίας, την αρμονία, ...
Nejauši vārdi
Saskatāms grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: διαπρεπής, διακεκριμένος, ευδιάκριτος, εξαιρετικός, ευδιάκριτη, διακριτά, ευδιάκριτο, διακριτό, διακρίνεται
Tulkojumi: διαπρεπής, διακεκριμένος, ευδιάκριτος, εξαιρετικός, ευδιάκριτη, διακριτά, ευδιάκριτο, διακριτό, διακρίνεται