Satriekt grieķu valodā
Tulkojums: satriekt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
σοκ, προπηλακίζω, συγκλονίζω, κραδασμός, προσβάλλω, προσβολή, κρούση, οργή, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: satriekt
satriekt valodas vārdnīca grieķu, satriekt grieķu valodā
Tulkojumi
- satikšanās grieķu valodā - συνάντηση, ημερομηνία, αρραβώνες, διορισμός, χουρμάς, ορισμός, ραντεβού, ...
- satraukums grieķu valodā - θέρμη, πυρετός, ανησυχία, άγχος, άγχους, το άγχος, του άγχους
- saturēt grieķu valodā - ενσωματώνω, περιλαμβάνω, αναχαιτίζω, περιέχω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, ...
- satīra grieķu valodā - σάτυρα, σάτιρα, σάτιρας, τη σάτιρα, η σάτιρα
Nejauši vārdi
Satriekt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: σοκ, προπηλακίζω, συγκλονίζω, κραδασμός, προσβάλλω, προσβολή, κρούση, οργή, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Tulkojumi: σοκ, προπηλακίζω, συγκλονίζω, κραδασμός, προσβάλλω, προσβολή, κρούση, οργή, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις