Tieši grieķu valodā
Tulkojums: tieši, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
δίκαιος, ευθύς, αμέσως, μόλις, ίσιος, καθοδηγώ, σωστός, σκηνοθετώ, δεξιός, δικαίωμα, τώρα, ακριβώς, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: tieši
tieši jautras spēles ballītei, tieši tāpēc ka nemīli mani es nespēju dzīvot, tieši pakārtots palīgteikums, tieši tāpēc ka nemīli mani es nespēju dzīvot mīļā lūdzu zvani, tieši uz dienvidiem seriāls, tieši valodas vārdnīca grieķu, tieši grieķu valodā
Tulkojumi
- tiesības grieķu valodā - σωστός, δικαίωμα, εξουσία, αυθεντία, κύρος, δεξιός, δεξιά, ...
- tievs grieķu valodā - αραιώνω, ψιλός, αραιός, λιγνός, λεπτός, λεπτό, λεπτή, ...
- tiešs grieķu valodā - σκηνοθετώ, καθοδηγώ, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
- tikai grieķu valodā - όμως, δίκαιος, αλλά, μόνο, απλώς, απλά, μόλις, ...
Nejauši vārdi
Tieši grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: δίκαιος, ευθύς, αμέσως, μόλις, ίσιος, καθοδηγώ, σωστός, σκηνοθετώ, δεξιός, δικαίωμα, τώρα, ακριβώς, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση
Tulkojumi: δίκαιος, ευθύς, αμέσως, μόλις, ίσιος, καθοδηγώ, σωστός, σκηνοθετώ, δεξιός, δικαίωμα, τώρα, ακριβώς, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση