Trests grieķu valodā
Tulkojums: trests, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
εμπιστεύομαι, εμπιστοσύνη, συνδυάζω, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης
Citas Valodas
Saistīti vārdi: trests
radikāls trests, trests ir, trests degviela, trests kurš bankrotēja, very treats, trests valodas vārdnīca grieķu, trests grieķu valodā
Tulkojumi
- trenēt grieķu valodā - εκπαιδεύω, τρένο, μορφώνω, αμαξοστοιχία, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
- trenēties grieķu valodā - αναπτύσσω, αμαξοστοιχία, αναπτύσσομαι, εκπαιδεύω, τρένο, μορφώνω, τραίνο, ...
- trešdiena grieķu valodā - παντρεύομαι, Τετάρτη, Τετάρτης, της Τετάρτης, την Τετάρτη
- tribunāls grieķu valodā - αυλή, δικαστήριο, επιτροπή, ερωτοτροπώ, δικαστηρίου, Tribunal, δικαστήριο του, ...
Nejauši vārdi
Trests grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: εμπιστεύομαι, εμπιστοσύνη, συνδυάζω, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης
Tulkojumi: εμπιστεύομαι, εμπιστοσύνη, συνδυάζω, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης