Uzlabot grieķu valodā
Tulkojums: uzlabot, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
βελτιώνομαι, τροποποιώ, βελτιώνω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Citas Valodas
Saistīti vārdi: uzlabot
uzlabot erekciju, uzlabot redzi bez brillēm, uzlabot bildes, uzlabot garastāvokli, uzlabot vielmaiņu, uzlabot valodas vārdnīca grieķu, uzlabot grieķu valodā
Tulkojumi
- uzkrītošs grieķu valodā - διαπρεπής, εξαιρετικός, διακεκριμένος, ευδιάκριτος, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή, εντυπωσιακά, ...
- uzlabojums grieķu valodā - βελτίωση, βελτίωσης, τη βελτίωση, βελτίωση της, η βελτίωση
- uzmanība grieķu valodā - φροντίδα, προσοχή, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη
- uzmanīgs grieķu valodā - προσεκτικός, γνωστικός, επερχόμενο, προσεκτική, στον επερχόμενο, προσεκτικοί
Nejauši vārdi
Uzlabot grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: βελτιώνομαι, τροποποιώ, βελτιώνω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Tulkojumi: βελτιώνομαι, τροποποιώ, βελτιώνω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν