Uzraudzīt grieķu valodā
Tulkojums: uzraudzīt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
εντολή, εξουσιάζω, προσταγή, διατάζω, έλεγχος, προστάζω, εποπτεύει, επιβλέπει, εποπτεύουν, επιβλέπουν, επίβλεψη
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: uzraudzīt
uzraudzīt un sodīt, uzraudzīt valodas vārdnīca grieķu, uzraudzīt grieķu valodā
Tulkojumi
- uzpircējs grieķu valodā - έμπορος, εργολάβος κατεδαφίσεων, σφαγεία, με σφαγεία
- uzraudzība grieķu valodā - εξουσιάζω, επίβλεψη, παράλειψη, επιτήρηση, αβλεψία, έλεγχος, εποπτεία, ...
- uzruna grieķu valodā - διεύθυνση, απευθύνω, τη διεύθυνση, η διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθυνση
- uzsaukums grieķu valodā - κήρυξη, εξαγγελία, έφεση, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή
Nejauši vārdi
Uzraudzīt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: εντολή, εξουσιάζω, προσταγή, διατάζω, έλεγχος, προστάζω, εποπτεύει, επιβλέπει, εποπτεύουν, επιβλέπουν, επίβλεψη
Tulkojumi: εντολή, εξουσιάζω, προσταγή, διατάζω, έλεγχος, προστάζω, εποπτεύει, επιβλέπει, εποπτεύουν, επιβλέπουν, επίβλεψη