Vienkāršot grieķu valodā
Tulkojums: vienkāršot, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
απλοποιώ, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί, την απλούστευση
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: vienkāršot
vienkāršot izteiksmi, vienkāršot trigonometrisko izteiksmi, vienkāršot valodas vārdnīca grieķu, vienkāršot grieķu valodā
Tulkojumi
- viegls grieķu valodā - εύκολος, άνετος, ήπιος, φωτίζω, ξανθός, πράος, ανάβω, ...
- viela grieķu valodā - πράμα, ύλη, ουσία, ουσίας, ουσιών, ουσία που, ουσίες
- vienkāršs grieķu valodā - σκέτος, σκέτο, φαινομενικός, πεδιάδα, κάμπος, εναργής, στοιχειώδης, ...
- vienkāršība grieķu valodā - απλότητα, απλότητας, την απλότητα, απλούστευσης, η απλότητα
Nejauši vārdi
Vienkāršot grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: απλοποιώ, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί, την απλούστευση
Tulkojumi: απλοποιώ, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί, την απλούστευση