Vientulīgs grieķu valodā
Tulkojums: vientulīgs, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
γλώσσα, ασυντρόφευτος, απόκοσμος, μόνο, μοναχικός, μόνος, πέλμα, μοναχικό, μοναχική, μοναξιά
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: vientulīgs
vientulīgs valodas vārdnīca grieķu, vientulīgs grieķu valodā
Tulkojumi
- viens grieķu valodā - μία, ένα, ένας, μια, ενός
- vientiesība grieķu valodā - αθωότητα, απλότητα, απλότητας, την απλότητα, απλούστευσης, η απλότητα
- vientuļnieks grieķu valodā - ερημίτης, ασυντρόφευτος, ασκητής, απόκοσμος, μοναχικός, μονήρης, μοναχική, ...
- vientuļš grieķu valodā - απόκοσμος, ασυντρόφευτος, μόνος, μόνο, πέλμα, μοναχικός, γλώσσα, ...
Nejauši vārdi
Vientulīgs grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: γλώσσα, ασυντρόφευτος, απόκοσμος, μόνο, μοναχικός, μόνος, πέλμα, μοναχικό, μοναχική, μοναξιά
Tulkojumi: γλώσσα, ασυντρόφευτος, απόκοσμος, μόνο, μοναχικός, μόνος, πέλμα, μοναχικό, μοναχική, μοναξιά