Doelmatig in het grieks
Vertaling: doelmatig, Woordenboek: nederlands » grieks
Brontaal:
nederlands
Doeltaal:
grieks
Vertalingen:
βολικός, εύχρηστος, επίκαιρος, πρόχειρος, αποδοτικός, αποτελεσματικός, τέχνασμα, μέσο, σκόπιμο, πρόσφορο, σκόπιμη
Verwante woorden
Andere Talen
Verwante woorden: doelmatig
doelmatig antoniemen, doelmatig betekenis, doelmatig doeltreffend, doelmatig engels, doelmatig geneesmiddelengebruik, doelmatig talen woordenboek grieks, doelmatig in het grieks
Vertalingen
- doek in het grieks - τυλίγω, στρώμα, καμβάς, κομμάτι, πανί, αυλαία, κουρτίνα, ...
- doel in het grieks - χρήση, πρόθεση, δεξίωση, αποβλέπω, προαίρεση, γκολ, ρόλος, ...
- doelstelling in het grieks - σκοπός, αντικειμενικός, χρήση, δεξίωση, λειτουργώ, στόχος, χρησιμοποιώ, ...
- doeltreffend in het grieks - αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές
Willekeurige woorden
Doelmatig in het grieks - Woordenboek: nederlands » grieks
Vertalingen: βολικός, εύχρηστος, επίκαιρος, πρόχειρος, αποδοτικός, αποτελεσματικός, τέχνασμα, μέσο, σκόπιμο, πρόσφορο, σκόπιμη
Vertalingen: βολικός, εύχρηστος, επίκαιρος, πρόχειρος, αποδοτικός, αποτελεσματικός, τέχνασμα, μέσο, σκόπιμο, πρόσφορο, σκόπιμη