Dol in het grieks
Vertaling: dol, Woordenboek: nederlands » grieks
Brontaal:
nederlands
Doeltaal:
grieks
Vertalingen:
βάρβαρος, φέσι, κουζουλός, λυσσαλέος, μεθυσμένος, λωλός, φανατικός, αλγεινός, θυμωμένος, μαινόμενος, τρελούτσικος, τρελός, άρρωστος, οργισμένος, μανιασμένος, άγριος, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί
Verwante woorden
Andere Talen
Verwante woorden: dol
dol amroth, dol antoniemen, dol darts, dol de bretagne, dol dwaze dagen, dol talen woordenboek grieks, dol in het grieks
Vertalingen
- dokken in het grieks - πληρώνω, πληρωμή, προκυμαία, αποβάθρα, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, dock
- dokter in het grieks - γιατρός, ιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
- doldriftig in het grieks - βάρβαρος, άγριος, οργισμένος, μαινόμενος, θηριώδης, μανιασμένος, Hotspur, ...
- dolen in het grieks - τριγυρίζω, αδέσποτος, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, ...
Willekeurige woorden
Dol in het grieks - Woordenboek: nederlands » grieks
Vertalingen: βάρβαρος, φέσι, κουζουλός, λυσσαλέος, μεθυσμένος, λωλός, φανατικός, αλγεινός, θυμωμένος, μαινόμενος, τρελούτσικος, τρελός, άρρωστος, οργισμένος, μανιασμένος, άγριος, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί
Vertalingen: βάρβαρος, φέσι, κουζουλός, λυσσαλέος, μεθυσμένος, λωλός, φανατικός, αλγεινός, θυμωμένος, μαινόμενος, τρελούτσικος, τρελός, άρρωστος, οργισμένος, μανιασμένος, άγριος, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί