Gevestigd in het grieks
Vertaling: gevestigd, Woordenboek: nederlands » grieks
Brontaal:
nederlands
Doeltaal:
grieks
Vertalingen:
συμπαγής, στάβλος, στερεός, εταιρία, εδραίος, σταθερός, εγκατεστημένος, ιδρύθηκε, συσταθεί, εγκατεστημένοι, καθοριστεί
Verwante woorden
Andere Talen
Verwante woorden: gevestigd
gevestigd antoniemen, gevestigd apotheker, gevestigd betekenis, gevestigd duits, gevestigd engels, gevestigd talen woordenboek grieks, gevestigd in het grieks
Vertalingen
- gevel in het grieks - πρόσοψη, πρόσοψης, προσόψεων, όψη, πρόσοψη του
- gevest in het grieks - χερούλι, λαβή ξίφους, λαβή, λαιμό, hilt, λαβής
- gevierd in het grieks - αξιοσημείωτος, ξακουστός, διάσημος, φημισμένος, πολύκροτος, επιφανής, γνωστός, ...
- gevoeglijk in het grieks - κατάλληλα, ταιριαστά, αρκετά ασφαλές, αρκετά ασφαλής, με αρκετή βεβαιότητα, αρκετή βεβαιότητα, σχετικά ασφαλές
Willekeurige woorden
Gevestigd in het grieks - Woordenboek: nederlands » grieks
Vertalingen: συμπαγής, στάβλος, στερεός, εταιρία, εδραίος, σταθερός, εγκατεστημένος, ιδρύθηκε, συσταθεί, εγκατεστημένοι, καθοριστεί
Vertalingen: συμπαγής, στάβλος, στερεός, εταιρία, εδραίος, σταθερός, εγκατεστημένος, ιδρύθηκε, συσταθεί, εγκατεστημένοι, καθοριστεί