Hardloper in het grieks
Vertaling: hardloper, Woordenboek: nederlands » grieks
Brontaal:
nederlands
Doeltaal:
grieks
Vertalingen:
δρομέας, αθλητής, τρέχει ο άνθρωπος, λειτουργίας άνθρωπος
Verwante woorden
Andere Talen
Verwante woorden: hardloper
de hardloper, hardloper afbeelding, hardloper antoniemen, hardloper bolt, hardloper die in een wedstrijd het tempo maakt, hardloper talen woordenboek grieks, hardloper in het grieks
Vertalingen
- hardhandig in het grieks - ακατέργαστος, πρόχειρος, τραχύς, σκληρός, αγροίκος, ωμός, χονδροειδής, ...
- hardheid in het grieks - αυστηρότητα, σκληρότητα, σκληρότητας, σκληρότητας του, σκληρότητα του, η σκληρότητα
- hardnekkig in het grieks - πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, με πείσμα, πεισματικά, επίμονα, πείσμα, επίμονη
- hardvochtigheid in het grieks - σκληρότητα, αναισθησία, αναλγησία, αναισθησίας, την αναλγησία, πώρωση
Willekeurige woorden
Hardloper in het grieks - Woordenboek: nederlands » grieks
Vertalingen: δρομέας, αθλητής, τρέχει ο άνθρωπος, λειτουργίας άνθρωπος
Vertalingen: δρομέας, αθλητής, τρέχει ο άνθρωπος, λειτουργίας άνθρωπος