Samenwerken in het grieks
Vertaling: samenwerken, Woordenboek: nederlands » grieks
Brontaal:
nederlands
Doeltaal:
grieks
Vertalingen:
συνεργαστούν, συνεργαστούμε, να συνεργαστούν, εργαστούν από κοινού, εργαστούν μαζί
Andere Talen
Verwante woorden: samenwerken
betekenis samenwerken, competentie samenwerken, definitie samenwerken, goed samenwerken, leren samenwerken, samenwerken talen woordenboek grieks, samenwerken in het grieks
Vertalingen
- samenvatting in het grieks - θεωρητικός, περίληψη, σκιαγράφηση, διατυπώνω, χωνεύω, βιογραφικό, το βιογραφικό, ...
- samenvoegen in het grieks - κατατάσσομαι, συνενώνω, συνδέω, ενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ...
- samenwerking in het grieks - συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, η συνεργασία
- samenzweren in het grieks - συνωμοτώ, συνωμοτούν, συνωμοτούν για, συνωμοτήσουν, συνομωτούν
Willekeurige woorden
Samenwerken in het grieks - Woordenboek: nederlands » grieks
Vertalingen: συνεργαστούν, συνεργαστούμε, να συνεργαστούν, εργαστούν από κοινού, εργαστούν μαζί
Vertalingen: συνεργαστούν, συνεργαστούμε, να συνεργαστούν, εργαστούν από κοινού, εργαστούν μαζί