Soldeersel in het grieks
Vertaling: soldeersel, Woordenboek: nederlands » grieks
Brontaal:
nederlands
Doeltaal:
grieks
Vertalingen:
κολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
Verwante woorden
Andere Talen
Verwante woorden: soldeersel
koud soldeersel, loodvrij soldeersel, soldeersel antoniemen, soldeersel engels, soldeersel grammatica, soldeersel talen woordenboek grieks, soldeersel in het grieks
Vertalingen
- soldaat in het grieks - στρατιώτης, στρατιώτη, στρατιωτών, στρατιώτες, στρατιώτη που
- soldeer in het grieks - κολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
- solidariteit in het grieks - αλληλεγγύη, αλληλεγγύης, την αλληλεγγύη, της αλληλεγγύης, η αλληλεγγύη
- solide in het grieks - αξιόλογος, στερεός, ουσιαστικός, συμπαγής, στέρεο, στερεό, στερεά
Willekeurige woorden
Soldeersel in het grieks - Woordenboek: nederlands » grieks
Vertalingen: κολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
Vertalingen: κολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων