Vakterm in het grieks
Vertaling: vakterm, Woordenboek: nederlands » grieks
Brontaal:
nederlands
Doeltaal:
grieks
Vertalingen:
τρίμηνο, όρος, διορία, Ο τεχνικός όρος, τεχνικός όρος, τεχνικό όρο, τεχνικού όρου, τεχνικός όρος που
Andere Talen
Verwante woorden: vakterm
vakterm a point, vakterm antoniemen, vakterm betekenis, vakterm engels, vakterm grammatica, vakterm talen woordenboek grieks, vakterm in het grieks
Vertalingen
- vakkundig in het grieks - έντεχνος, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο
- vakman in het grieks - αγαθός, ικανός, προχωρημένος, επιτήδειος, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, καλός, ...
- vakvereniging in het grieks - συντεχνία, πισίνα, λιμνούλα, συνδικάτο, συνδικαλιστικών, συνδικαλιστική, συνδικαλιστικό, ...
- vakwoordenboek in het grieks - ορολογία, ορολογίας, την ορολογία, ορολογία που, της ορολογίας
Willekeurige woorden
Vakterm in het grieks - Woordenboek: nederlands » grieks
Vertalingen: τρίμηνο, όρος, διορία, Ο τεχνικός όρος, τεχνικός όρος, τεχνικό όρο, τεχνικού όρου, τεχνικός όρος που
Vertalingen: τρίμηνο, όρος, διορία, Ο τεχνικός όρος, τεχνικός όρος, τεχνικό όρο, τεχνικού όρου, τεχνικός όρος που