Werkelijk in het grieks
Vertaling: werkelijk, Woordenboek: nederlands » grieks
Brontaal:
nederlands
Doeltaal:
grieks
Vertalingen:
πραγματικός, αλήθεια, γνήσια, αληθινά, πράγματι, αληθινός, πραγματικά, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα
Verwante woorden
Andere Talen
Verwante woorden: werkelijk
werkelijk antoniemen, werkelijk benzineverbruik, werkelijk engels, werkelijk grammatica, werkelijk letters, werkelijk talen woordenboek grieks, werkelijk in het grieks
Vertalingen
- werkbank in het grieks - έδρα, παγκάκι, έδρανο, πάγκος, πάγκος εργασίας, Workbench, πάγκο εργασίας, ...
- werkdadig in het grieks - δραστήριος, αποτελεσματικός, ακμαίος, ενεργός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, ...
- werkeloos in het grieks - άνεργος, ανέργων, άνεργοι, ανέργους, άνεργους
- werken in het grieks - ποικίλλω, εργασία, τρέχω, εγχειρίζω, πηγαίνω, λειτουργία, δεξίωση, ...
Willekeurige woorden
Werkelijk in het grieks - Woordenboek: nederlands » grieks
Vertalingen: πραγματικός, αλήθεια, γνήσια, αληθινά, πράγματι, αληθινός, πραγματικά, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα
Vertalingen: πραγματικός, αλήθεια, γνήσια, αληθινά, πράγματι, αληθινός, πραγματικά, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα