Åpen på gresk
Oversettelse: åpen, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
άτεχνος, εγκαινιάζω, φανερός, ντόμπρος, ανοικτός, ευθύς, ειλικρινής, ανοίγω, ανοιχτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: åpen
eksempel åpen søknad, peis, skrive åpen søknad, søknad, søknad eksempel, åpen språk ordbok gresk, åpen på gresk
Oversettelser
- åndedrett på gresk - αναπνοή, ανάσα, αναπνοής, της αναπνοής, την αναπνοή, η αναπνοή
- åndelig på gresk - ψυχικός, πνευματικός, πνευματική, πνευματικό, πνευματικές, πνευματικά
- åpenbar på gresk - φαινομενικός, προφανής, έκδηλος, διαφανής, εναργής, πεδιάδα, φανερός, ...
- åpenbare på gresk - αποκαλύπτω, διαφαίνομαι, προφανές, προφανής, προφανή, προφανείς, φανερό
Tilfeldige ord
Åpen på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: άτεχνος, εγκαινιάζω, φανερός, ντόμπρος, ανοικτός, ευθύς, ειλικρινής, ανοίγω, ανοιχτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Oversettelser: άτεχνος, εγκαινιάζω, φανερός, ντόμπρος, ανοικτός, ευθύς, ειλικρινής, ανοίγω, ανοιχτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό