Ømhet på gresk
Oversettelse: ømhet, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
πόνος, άλγος, τρυφερότητα, ευαισθησία, την τρυφερότητα, τρυφερότητας, ευαισθησίας
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: ømhet
ømhet antonymer, ømhet betydning, ømhet definisjon, ømhet engelsk, ømhet grammatikk, ømhet språk ordbok gresk, ømhet på gresk
Oversettelser
- øm på gresk - μαλακός, τρυφερός, προσφορά, προσφοράς, διαγωνισμού, προσφορών, διαγωνισμό
- ømfintlig på gresk - ευερέθιστος, εύθικτος, ευαίσθητος, ευαίσθητο, ευερέθιστο, ευερέθιστη
- ømtålig på gresk - λεπτός, ευπαθής, γαργαλιστική, γαργαλητό, γαργαλητό των
- ønske på gresk - ευχή, έλλειψη, επιθυμία, εύχομαι, μακάρι, θέλω, ανάγκη, ...
Tilfeldige ord
Ømhet på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: πόνος, άλγος, τρυφερότητα, ευαισθησία, την τρυφερότητα, τρυφερότητας, ευαισθησίας
Oversettelser: πόνος, άλγος, τρυφερότητα, ευαισθησία, την τρυφερότητα, τρυφερότητας, ευαισθησίας