Aktivitet på gresk
Oversettelse: aktivitet, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
δραστηριότητα, δράση, αγωγή, επενέργεια, διάβημα, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων, Δράση
Andre språk
Relaterte ord: aktivitet
aktivitet antonymer, aktivitet barn oslo, aktivitet bergen, aktivitet betydning, aktivitet definisjon, aktivitet språk ordbok gresk, aktivitet på gresk
Oversettelser
- aktiv på gresk - δραστήριος, ακμαίος, ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
- aktivere på gresk - ενεργοποιώ, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιούν, ενεργοποιήσει, ενεργοποιήσεις το, να ενεργοποιήσεις
- aktor på gresk - κατήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, εισαγγελικής αρχής, εισαγγελέας του
- aktuell på gresk - ρεύμα, τωρινός, τοπικός, τοπική, τοπικής, επίκαιρο, επίκαιρα
Tilfeldige ord
Aktivitet på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: δραστηριότητα, δράση, αγωγή, επενέργεια, διάβημα, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων, Δράση
Oversettelser: δραστηριότητα, δράση, αγωγή, επενέργεια, διάβημα, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων, Δράση