Arbeidsværelse på gresk
Oversettelse: arbeidsværelse, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
γραφείο, μελέτη, σπουδάζω, σπουδές, εργαστήρι, workroom, χώρο εργασίας, αίθουσα εργασίας, χώρο εργασίας είναι
Andre språk
Relaterte ord: arbeidsværelse
arbeidsværelse antonymer, arbeidsværelse betydning, arbeidsværelse definisjon, arbeidsværelse engelsk, arbeidsværelse grammatikk, arbeidsværelse språk ordbok gresk, arbeidsværelse på gresk
Oversettelser
- arbeidsledighet på gresk - ανεργία, ανεργίας, της ανεργίας, η ανεργία, την ανεργία
- arbeidstaker på gresk - υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
- areal på gresk - περιοχή, έκταση, περιοχής, χώρο, ζώνη
- argumentere på gresk - διαφωνώ, διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, ...
Tilfeldige ord
Arbeidsværelse på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: γραφείο, μελέτη, σπουδάζω, σπουδές, εργαστήρι, workroom, χώρο εργασίας, αίθουσα εργασίας, χώρο εργασίας είναι
Oversettelser: γραφείο, μελέτη, σπουδάζω, σπουδές, εργαστήρι, workroom, χώρο εργασίας, αίθουσα εργασίας, χώρο εργασίας είναι