Argumentere på gresk
Oversettelse: argumentere, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
διαφωνώ, διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν
Andre språk
Relaterte ord: argumentere
argumentere antonymer, argumentere betydning, argumentere betyr, argumentere definisjon, argumentere for, argumentere språk ordbok gresk, argumentere på gresk
Oversettelser
- arbeidsværelse på gresk - γραφείο, μελέτη, σπουδάζω, σπουδές, εργαστήρι, workroom, χώρο εργασίας, ...
- areal på gresk - περιοχή, έκταση, περιοχής, χώρο, ζώνη
- ark på gresk - στρώμα, κιβωτός, σεντόνι, κομμάτι, φύλλα, φύλλων, σεντόνια, ...
- arkeolog på gresk - αρχαιολογικός, αρχαιολόγος, αρχαιολόγο, αρχαιολόγου, ο αρχαιολόγος, τον αρχαιολόγο
Tilfeldige ord
Argumentere på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: διαφωνώ, διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν
Oversettelser: διαφωνώ, διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν