Attributt på gresk
Oversettelse: attributt, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
ακίνητο, περιουσία, ιδιότητα, σπίτι, κτήμα, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: attributt
attribute database, attributt antonymer, attributt betydning, attributt definisjon, attributt engelsk, attributt språk ordbok gresk, attributt på gresk
Oversettelser
- attest på gresk - πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
- attføring på gresk - αποκατάσταση, αποκατάστασης, την αποκατάσταση, της αποκατάστασης, επανένταξης
- aure på gresk - πέστροφα, αποκαταστάσεις, αναπαλαιώσεις, αποκαταστάσεων, Αναστηλώσεις, αποκαταστάσεις διατηρητέων
- autentisk på gresk - αυθεντικός, γνήσιος, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό
Tilfeldige ord
Attributt på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: ακίνητο, περιουσία, ιδιότητα, σπίτι, κτήμα, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Oversettelser: ακίνητο, περιουσία, ιδιότητα, σπίτι, κτήμα, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα