Autentisk på gresk
Oversettelse: autentisk, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αυθεντικός, γνήσιος, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: autentisk
autentisk antonymer, autentisk betydning, autentisk definisjon, autentisk engelsk, autentisk grammatikk, autentisk språk ordbok gresk, autentisk på gresk
Oversettelser
- attributt på gresk - ακίνητο, περιουσία, ιδιότητα, σπίτι, κτήμα, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, ...
- aure på gresk - πέστροφα, αποκαταστάσεις, αναπαλαιώσεις, αποκαταστάσεων, Αναστηλώσεις, αποκαταστάσεις διατηρητέων
- autograf på gresk - αυτόγραφο, αυτόγραφό, το αυτόγραφό, αυτόγραφου, το αυτόγραφο
- automatisk på gresk - αυτόματο, αυτοματικός, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματες, αυτόματα
Tilfeldige ord
Autentisk på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αυθεντικός, γνήσιος, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό
Oversettelser: αυθεντικός, γνήσιος, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό