Avbrytelse på gresk
Oversettelse: avbrytelse, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
διάλλειμα, διακοπή, χάσμα, παύση, σταματώ, αντεπίθεση, κενό, διακόπτω, διάλειμμα, σπάζω, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: avbrytelse
avbrytelse antonymer, avbrytelse av ferie, avbrytelse av foreldelsesfrist, avbrytelse betydning, avbrytelse definisjon, avbrytelse språk ordbok gresk, avbrytelse på gresk
Oversettelser
- avbilde på gresk - απεικονίζω, εικόνα, εικόνας, image, εικόνα από, την εικόνα
- avbryte på gresk - διάλειμμα, αποβάλλω, διάλλειμα, στίζω, σπάζω, αντεπίθεση, ματαιώνω, ...
- avdekke på gresk - αποκαλύψει, αποκάλυψη, αποκαλύψουν, να αποκαλύψει, αποκαλυφθούν
- avdeling på gresk - διχασμός, μέρος, μεραρχία, διαίρεση, τομή, τμήμα, υπηρεσία, ...
Tilfeldige ord
Avbrytelse på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: διάλλειμα, διακοπή, χάσμα, παύση, σταματώ, αντεπίθεση, κενό, διακόπτω, διάλειμμα, σπάζω, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της
Oversettelser: διάλλειμα, διακοπή, χάσμα, παύση, σταματώ, αντεπίθεση, κενό, διακόπτω, διάλειμμα, σπάζω, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της