Avfeldig på gresk
Oversettelse: avfeldig, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
ανίσχυρος, ασθενικός, αδύναμος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Andre språk
Relaterte ord: avfeldig
avfeldig antonymer, avfeldig betydning, avfeldig definisjon, avfeldig engelsk, avfeldig grammatikk, avfeldig språk ordbok gresk, avfeldig på gresk
Oversettelser
- avertissement på gresk - διαφήμιση
- avfall på gresk - σκουπίδια, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
- avfolke på gresk - ερημώνω, ερημώ, ερήμωσης και αποπληθυσμού της, μειώνω τον πληθυσμό, ερήμωσης και αποπληθυσμού
- avgang på gresk - αναχώρηση, απόκλιση, αναχώρησης, την αναχώρηση, αναχώρησή, αποχώρηση
Tilfeldige ord
Avfeldig på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: ανίσχυρος, ασθενικός, αδύναμος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Oversettelser: ανίσχυρος, ασθενικός, αδύναμος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα