Avgå på gresk
Oversettelse: avgå, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
συνταξιοδοτείται, συνταξιοδοτούνται, συνταξιοδότησή, αποσυρθείτε, τη συνταξιοδότησή
Andre språk
Relaterte ord: avgå
avgå alla, avgå antonymer, avgå beatrice ask, avgå betydning, avgå definisjon, avgå språk ordbok gresk, avgå på gresk
Oversettelser
- avgjørende på gresk - καθοριστικός, αποφασιστικός, κρίσιμος, κρίσιμο, ζωτικής σημασίας, κρίσιμη, καίριο
- avgrunn på gresk - γκρεμός, άβυσσος, άβυσσο, αβύσσου, γκρεμού, βάραθρο
- avhandling på gresk - διατριβή, πραγματεία, εργασία, διατριβής, θέση, εργασίας
- avhenge på gresk - εξαρτώμαι, εξαρτώνται, εξαρτάται, εξαρτηθεί, εξαρτάται από, εξαρτώνται από
Tilfeldige ord
Avgå på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: συνταξιοδοτείται, συνταξιοδοτούνται, συνταξιοδότησή, αποσυρθείτε, τη συνταξιοδότησή
Oversettelser: συνταξιοδοτείται, συνταξιοδοτούνται, συνταξιοδότησή, αποσυρθείτε, τη συνταξιοδότησή