Avløser på gresk
Oversettelse: avløser, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αντικατάσταση, αντικαταστάτης, υπερισχύουν, αντικαθιστούν, αντικαταστήσει, αντικαθιστά, υπερέχουν
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: avløser
avløser antonymer, avløser betydning, avløser definisjon, avløser engelsk, avløser grammatikk, avløser språk ordbok gresk, avløser på gresk
Oversettelser
- avløp på gresk - οχετός, στραγγίζω, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
- avløse på gresk - αντικαθιστώ, υπερισχύουν, αντικαθιστούν, αντικαταστήσει, αντικαθιστά, υπερέχουν
- avmålt på gresk - μετρημένη, μετρημένης, δοσίμετρα, δοσιμετρικές, μετρούμενων
- avpasse på gresk - προσαρμόζω, διασκευάζω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, προσαρμόσουν, προσαρμόζουν
Tilfeldige ord
Avløser på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αντικατάσταση, αντικαταστάτης, υπερισχύουν, αντικαθιστούν, αντικαταστήσει, αντικαθιστά, υπερέχουν
Oversettelser: αντικατάσταση, αντικαταστάτης, υπερισχύουν, αντικαθιστούν, αντικαταστήσει, αντικαθιστά, υπερέχουν