Avmålt på gresk

Oversettelse: avmålt, Ordbok: norsk » gresk

Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
μετρημένη, μετρημένης, δοσίμετρα, δοσιμετρικές, μετρούμενων
Avmålt på gresk
Andre språk

Relaterte ord: avmålt

avmålt antonymer, avmålt betydning, avmålt betyr, avmålt def, avmålt definisjon, avmålt språk ordbok gresk, avmålt på gresk

Oversettelser

  • avløse på gresk - αντικαθιστώ, υπερισχύουν, αντικαθιστούν, αντικαταστήσει, αντικαθιστά, υπερέχουν
  • avløser på gresk - αντικατάσταση, αντικαταστάτης, υπερισχύουν, αντικαθιστούν, αντικαταστήσει, αντικαθιστά, υπερέχουν
  • avpasse på gresk - προσαρμόζω, διασκευάζω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, προσαρμόσουν, προσαρμόζουν
  • avreise på gresk - απόκλιση, αναχώρηση, αναχώρησης, την αναχώρηση, αναχώρησή, αποχώρηση
Tilfeldige ord
Avmålt på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: μετρημένη, μετρημένης, δοσίμετρα, δοσιμετρικές, μετρούμενων