Beholde på gresk
Oversettelse: beholde, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
κρατώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρεί, να διατηρήσει, διατηρήσει
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: beholde
beholde aap i utlandet, beholde antonymer, beholde betydning, beholde dansk som skriftspråk, beholde definisjon, beholde språk ordbok gresk, beholde på gresk
Oversettelser
- beherske på gresk - εξουσιάζω, έλεγχος, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο
- behjelpelig på gresk - εξυπηρετικός, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
- beholder på gresk - δεξαμενή, δοχείο, περιέκτη, δοχείου, περιέκτης, εμπορευματοκιβωτίων
- behov på gresk - ανάγκη, ζήτηση, ζητώ, απαίτηση, χρειάζομαι, απαιτώ, ανάγκες, ...
Tilfeldige ord
Beholde på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: κρατώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρεί, να διατηρήσει, διατηρήσει
Oversettelser: κρατώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρεί, να διατηρήσει, διατηρήσει