Benyttelse på gresk
Oversettelse: benyttelse, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
χρησιμοποιώ, χρήση, χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: benyttelse
benyttelse af firmabil, benyttelse af fri telefon, benyttelse af gulpladebil, benyttelse af invalidebil, benyttelse af sommerhus, benyttelse språk ordbok gresk, benyttelse på gresk
Oversettelser
- bensin på gresk - βενζίνη, αέριο, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
- benytte på gresk - χρήση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
- benåde på gresk - συγχωρώ, συγχώρηση, χάρη, συγγνώμη, απονομή χάριτος, χάριτος
- benådning på gresk - χάρη, συγχώρηση, συγχωρώ, αναστολή καταδίκης, αναστολή, χάριτος, ανάπαυλα, ...
Tilfeldige ord
Benyttelse på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: χρησιμοποιώ, χρήση, χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση
Oversettelser: χρησιμοποιώ, χρήση, χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση