Besk på gresk
Oversettelse: besk, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
δριμύς, πικρός, στυφός, τάρτα, καυστικός, πόρνη, τραχύς, σκληρός, άγριος, είναι, να, να είναι, ήταν
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: besk
besk antonymer, besk betydning, besk bitter, besk definisjon, besk engelsk, besk språk ordbok gresk, besk på gresk
Oversettelser
- besitte på gresk - έχω, κατέχω, έχουν, κατέχουν, διαθέτουν, διαθέτει, κατέχει
- besittelse på gresk - ιδιοκτησία, κατοχή, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή
- beskadige på gresk - ζημιά, βλάπτω, βλάβη, επιβλαβής, επιζήμια, επιζήμιες, επιβλαβείς, ...
- beskaffenhet på gresk - ποιότητα, φύση, χαρακτήρα, φύσης, φύσεως, τη φύση
Tilfeldige ord
Besk på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: δριμύς, πικρός, στυφός, τάρτα, καυστικός, πόρνη, τραχύς, σκληρός, άγριος, είναι, να, να είναι, ήταν
Oversettelser: δριμύς, πικρός, στυφός, τάρτα, καυστικός, πόρνη, τραχύς, σκληρός, άγριος, είναι, να, να είναι, ήταν