Betjening på gresk
Oversettelse: betjening, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
υπηρεσία, ρουσφέτι, σέρβις, εξυπηρέτηση, λειτουργία, λειτουργίας, Η λειτουργία, Επιχείρηση, Χειρισμός
Andre språk
Relaterte ord: betjening
betjening af personlifte, betjening antonymer, betjening av digital fartsskriver, betjening av effektbryter, betjening av lån, betjening språk ordbok gresk, betjening på gresk
Oversettelser
- betingelse på gresk - οίκημα, πάθηση, κατάσταση, κατάστημα, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, ...
- betjene på gresk - λειτουργώ, περιποιούμαι, εγχειρίζω, υπηρετώ, επιμελούμαι, τρέχω, λειτουργούν, ...
- betone på gresk - άγχος, τόνος, στρες, τονίζω
- betong på gresk - μπετό, μπετόν, συγκεκριμένος, σκυρόδεμα, Σκυροδέματος, από σκυρόδεμα, Μπετόν, ...
Tilfeldige ord
Betjening på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: υπηρεσία, ρουσφέτι, σέρβις, εξυπηρέτηση, λειτουργία, λειτουργίας, Η λειτουργία, Επιχείρηση, Χειρισμός
Oversettelser: υπηρεσία, ρουσφέτι, σέρβις, εξυπηρέτηση, λειτουργία, λειτουργίας, Η λειτουργία, Επιχείρηση, Χειρισμός