Bevisst på gresk
Oversettelse: bevisst, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
συνειδητός, συνειδητή, επίγνωση, συνείδηση, συνειδητό
Andre språk
Relaterte ord: bevisst
bevisst aktiv, bevisst antonymer, bevisst betydning, bevisst definisjon, bevisst drøm, bevisst språk ordbok gresk, bevisst på gresk
Oversettelser
- bevis på gresk - αποδείξεις, στοιχεία, μαρτυρία, πειστήριο, απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο, αποδεικτικά στοιχεία
- bevise på gresk - επαληθεύω, αποδεικνύω, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
- bevissthet på gresk - επίγνωση, αισθήσεις, γνώση, ευαισθητοποίησης, ευαισθητοποίηση, συνειδητοποίηση
- bevisstløs på gresk - αναίσθητος, παράλογος, ανόητος, ασυνείδητος, ασυνείδητο, αισθήσεις του, ασυνείδητη
Tilfeldige ord
Bevisst på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: συνειδητός, συνειδητή, επίγνωση, συνείδηση, συνειδητό
Oversettelser: συνειδητός, συνειδητή, επίγνωση, συνείδηση, συνειδητό