Dyrking på gresk
Oversettelse: dyrking, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, καλλιέργειες, της καλλιέργειας
Andre språk
Relaterte ord: dyrking
dyrking antonymer, dyrking av agurk, dyrking av humle, dyrking av hvitløk, dyrking av jordbær, dyrking språk ordbok gresk, dyrking på gresk
Oversettelser
- dyrebar på gresk - ακριβός, πολύτιμος, αγαπητός, τιμαλφής, αγαπημένος, πολύτιμα, πολύτιμο, ...
- dyrke på gresk - λατρεύω, μεγαλώνω, αυξάνομαι, λατρεία, καλλιεργώ, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, ...
- dyrlege på gresk - κτηνίατρος, κτηνίατρο, κτηνίατρό, τον κτηνίατρό, vet
- dyster på gresk - απαισιόδοξος, ζοφερός, μελαγχολικός, ζοφερή, ζοφερό, ζοφερές, θλιβερή
Tilfeldige ord
Dyrking på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, καλλιέργειες, της καλλιέργειας
Oversettelser: καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, καλλιέργειες, της καλλιέργειας