Edruelighet på gresk
Oversettelse: edruelighet, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
μετριοπάθεια, εγκράτεια, νηφαλιότητα, νηφαλιότητας, την ηρεμία, τη νηφαλιότητα
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: edruelighet
edruelighet antonymer, edruelighet betydning, edruelighet definisjon, edruelighet engelsk, edruelighet førerkort, edruelighet språk ordbok gresk, edruelighet på gresk
Oversettelser
- edru på gresk - νηφάλιος, ξεμέθυστος, νηφάλια, νηφάλιο, νηφάλιοι, διακριτικό
- edruelig på gresk - νηφάλιος, ξεμέθυστος, νηφάλια, νηφάλιο, νηφάλιοι, διακριτικό
- effekt på gresk - έκβαση, θέμα, σημασία, κατάληξη, αποτέλεσμα, συνέπεια, επίπτωση, ...
- effektiv på gresk - αποδοτικός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές
Tilfeldige ord
Edruelighet på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: μετριοπάθεια, εγκράτεια, νηφαλιότητα, νηφαλιότητας, την ηρεμία, τη νηφαλιότητα
Oversettelser: μετριοπάθεια, εγκράτεια, νηφαλιότητα, νηφαλιότητας, την ηρεμία, τη νηφαλιότητα