Egen på gresk
Oversettelse: egen, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
καθωσπρέπει, σωστός, ευπρεπής, πρέπων, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Andre språk
Relaterte ord: egen
barnas egen bokverden, design, design din egen, egen antonymer, egen bedrift, egen språk ordbok gresk, egen på gresk
Oversettelser
- effektivitet på gresk - αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας
- eføy på gresk - κισσός, κισσού, κισσό, κισσούς, ο κισσός
- egenkjærlig på gresk - εγωιστής, ιδιοτελής, εγωιστικός, εγωιστική, εγωιστικό, εγωιστές
- egenskap på gresk - περιουσία, κτήμα, σπίτι, ποιότητα, ακίνητο, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ...
Tilfeldige ord
Egen på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: καθωσπρέπει, σωστός, ευπρεπής, πρέπων, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Oversettelser: καθωσπρέπει, σωστός, ευπρεπής, πρέπων, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική