Ervervelse på gresk
Oversettelse: ervervelse, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
ικανότητα, απόκτημα, απόκτηση, τέχνη, επιδεξιότητα, διενέργεια, φιλοτεχνία, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: ervervelse
ervervelse antonymer, ervervelse av eiendom, ervervelse av grunn, ervervelse av håndvåpen, ervervelse av pistol, ervervelse språk ordbok gresk, ervervelse på gresk
Oversettelser
- erstatte på gresk - εκτοπίζω, αμοιβή, αντικαθιστώ, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, ...
- erte på gresk - πειράζω, ξεμπλέκω, εκκαθαρίζονται, εκκαθαριστεί, εκκαθάριση, σέντρα, καθαρίζεται
- ese på gresk - βράζω, ESE, της ESE, το ese, η ESE, ΑΝΑ
- esel på gresk - βλάκας, γάιδαρος, κώλος, κώλο, τον κώλο, γάιδαρο
Tilfeldige ord
Ervervelse på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: ικανότητα, απόκτημα, απόκτηση, τέχνη, επιδεξιότητα, διενέργεια, φιλοτεχνία, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
Oversettelser: ικανότητα, απόκτημα, απόκτηση, τέχνη, επιδεξιότητα, διενέργεια, φιλοτεχνία, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς