Forhale på gresk

Oversettelse: forhale, Ordbok: norsk » gresk

Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
καθυστέρηση, τρυπώ, βαρελοσανίδα, stave, αποτρέψει, εξορκίσει
Forhale på gresk
Relaterte ord
Andre språk

Relaterte ord: forhale

forhale antonymer, forhale betyder, forhale betydning, forhale definisjon, forhale et skib, forhale språk ordbok gresk, forhale på gresk

Oversettelser

  • forglemmelse på gresk - αβλεψία, παράλειψη, επίβλεψη, εποπτεία, εποπτείας, την εποπτεία, επιτήρηση
  • forgylle på gresk - επιχρυσώνω, επιχρυσώ, συντεχνία, επιχρύσωσή, χρυσώνω
  • forhandle på gresk - διαπραγματεύομαι, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται
  • forhandling på gresk - διαπραγμάτευση, διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσεων, διαπραγματεύσεις, των διαπραγματεύσεων
Tilfeldige ord
Forhale på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: καθυστέρηση, τρυπώ, βαρελοσανίδα, stave, αποτρέψει, εξορκίσει