Forsyning på gresk
Oversettelse: forsyning, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
μέριμνα, προμήθεια, παρέχω, παροχή, χορήγηση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Andre språk
Relaterte ord: forsyning
forsyning aalborg, forsyning antonymer, forsyning assens, forsyning betydning, forsyning definisjon, forsyning språk ordbok gresk, forsyning på gresk
Oversettelser
- forsvare på gresk - υπερασπίζομαι, υπερασπίζω, προστατεύω, αμύνομαι, δικαιώνω, δικαιολογώ, υπερασπιστεί, ...
- forsvinne på gresk - εξαφανίζομαι, εξαφανίζονται, εξαφανιστούν, εξαφανιστεί, εξαφανίζεται, να εξαφανιστούν
- forsøk på gresk - ελέγχω, δοκιμασία, προσπαθώ, απόπειρα, προσπάθεια, δοκίμιο, έκθεση, ...
- forsøke på gresk - δοκιμάζω, προσπαθώ, απόπειρα, προσπάθεια, αποδεικνύω, εξετάζω, ελέγχω, ...
Tilfeldige ord
Forsyning på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: μέριμνα, προμήθεια, παρέχω, παροχή, χορήγηση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Oversettelser: μέριμνα, προμήθεια, παρέχω, παροχή, χορήγηση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας