Fullstendig på gresk
Oversettelse: fullstendig, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
πλήρης, σύνολο, πλήρως, απόλυτος, καθαρός, εκστομίζω, άρτιος, εντελώς, ολόκληρος, ολοκληρώνω, ακέραιος, ξεστομίζω, γεμάτος, περατώνω, μεστός, ολικός, τελείως, απολύτως, πλήρη
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: fullstendig
fullstendig antonymer, fullstendig betydning, fullstendig definisjon, fullstendig dominans, fullstendig engelsk, fullstendig språk ordbok gresk, fullstendig på gresk
Oversettelser
- fullkommen på gresk - τέλειος, τελειοποιώ, τελειοποίησε, τελειοποιηθεί, τελειοποιήθηκε, τελειοποιήσει, τελειοποιημένη
- fullmakt på gresk - παραγγελιοδόχος, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, αδείας
- funksjon på gresk - δεξίωση, σκοπός, λειτουργώ, λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, ...
- funn på gresk - ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, ευρήματα, διαπιστώσεις, πορίσματα, τα ευρήματα, ...
Tilfeldige ord
Fullstendig på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: πλήρης, σύνολο, πλήρως, απόλυτος, καθαρός, εκστομίζω, άρτιος, εντελώς, ολόκληρος, ολοκληρώνω, ακέραιος, ξεστομίζω, γεμάτος, περατώνω, μεστός, ολικός, τελείως, απολύτως, πλήρη
Oversettelser: πλήρης, σύνολο, πλήρως, απόλυτος, καθαρός, εκστομίζω, άρτιος, εντελώς, ολόκληρος, ολοκληρώνω, ακέραιος, ξεστομίζω, γεμάτος, περατώνω, μεστός, ολικός, τελείως, απολύτως, πλήρη