Gruve på gresk
Oversettelse: gruve, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
ορυχείο, μεταλλείο, κοιλότητα, νάρκη, λάκκος, εξόρυξη, εξόρυξης, ορυχεία, ορυχείων, εξορυκτικές
Andre språk
Relaterte ord: gruve
gruve 3, gruve 7, gruve antonymer, gruve betydning, gruve definisjon, gruve språk ordbok gresk, gruve på gresk
Oversettelser
- grusom på gresk - απάνθρωπος, σκληρός, άγριος, βάρβαρος, σκληρή, σκληρής, σκληρές, ...
- grusomhet på gresk - απανθρωπιά, σκληρότητα, σκληρότητας, τη σκληρότητα, βαναυσότητα, αγριότητα
- gruvearbeider på gresk - ανθρακωρύχος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
- gruvedrift på gresk - εξόρυξη, εξόρυξης, ορυχεία, ορυχείων, εξορυκτικές
Tilfeldige ord
Gruve på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: ορυχείο, μεταλλείο, κοιλότητα, νάρκη, λάκκος, εξόρυξη, εξόρυξης, ορυχεία, ορυχείων, εξορυκτικές
Oversettelser: ορυχείο, μεταλλείο, κοιλότητα, νάρκη, λάκκος, εξόρυξη, εξόρυξης, ορυχεία, ορυχείων, εξορυκτικές