Høvelig på gresk
Oversettelse: høvelig, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
επίκαιρος, κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: høvelig
høvelig antonymer, høvelig arbeid, høvelig betydning, høvelig betyr, høvelig def, høvelig språk ordbok gresk, høvelig på gresk
Oversettelser
- høve på gresk - περίπτωση, ευκαιρία, τύχη, πιθανότητα, συγκυρία, δυνατότητα, την ευκαιρία, ...
- høvel på gresk - πλάνη, στάθμη, επίπεδο, ροκάνι, μηχανή πλανίσματος, planer, πλάνης, ...
- høy på gresk - σανός, βροντερός, ψηλός, ηχηρός, υψηλός, ψηλά, υψηλής, ...
- høyde på gresk - ύψος, υψόμετρο, ανύψωση, ανάδειξη, ύψωση, ύψους, το ύψος, ...
Tilfeldige ord
Høvelig på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: επίκαιρος, κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Oversettelser: επίκαιρος, κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες