Hindring på gresk
Oversettelse: hindring, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
εμπόδιο, παρακώλυση, παρεμβολή, στένωση, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης
Andre språk
Relaterte ord: hindring
hindring antonymer, hindring av offentlig tjenestemann, hindring av samvær, hindring betydning, hindring definisjon, hindring språk ordbok gresk, hindring på gresk
Oversettelser
- hinder på gresk - παρακώλυση, εμπόδιο, το εμπόδιο, hurdle, εμπόδιο για, εμπόδιο που
- hindre på gresk - παρακωλύω, αποτρέπω, κωλυσιεργώ, προλαβαίνω, αποκλείω, εμποδίζω, πρόληψη, ...
- hinne på gresk - φιλμ, ταινία, έργο, μεμβράνη, μεμβράνης, της μεμβράνης, μεμβρανών
- historie på gresk - ιστορία, ρεσιτάλ, παραμύθι, μύθος, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ...
Tilfeldige ord
Hindring på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: εμπόδιο, παρακώλυση, παρεμβολή, στένωση, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης
Oversettelser: εμπόδιο, παρακώλυση, παρεμβολή, στένωση, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης