Hoven på gresk
Oversettelse: hoven, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
υπερόπτης, αλαζονικός, αλαζόνας, υπεροπτικός, πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι
Andre språk
Relaterte ord: hoven
hoven ankel, hoven antonymer, hoven betydning, hoven definisjon, hoven drøvel, hoven språk ordbok gresk, hoven på gresk
Oversettelser
- hov på gresk - οπλή, HOV, οχημάτων υψηλής πληρότητας, υψηλής πληρότητας, για HOV
- hovedriksveg på gresk - κεντρικό αυτοκινητόδρομο, εθνική οδό, κύριο αυτοκινητόδρομο, αυτοκινητόδρομο, κύρια οδό
- hovmod på gresk - υπεροψία, αλαζονεία, έπαρση, αγερωτό, haughtiness, υπεροψίας, υψηλοφροσύνη
- hud på gresk - γδέρνω, προβιά, κρύβω, κρύβομαι, δέρμα, δέρματος, του δέρματος, ...
Tilfeldige ord
Hoven på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: υπερόπτης, αλαζονικός, αλαζόνας, υπεροπτικός, πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι
Oversettelser: υπερόπτης, αλαζονικός, αλαζόνας, υπεροπτικός, πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι