Ineffektiv på gresk
Oversettelse: ineffektiv, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αναποτελεσματική, αναποτελεσματικές, αναποτελεσματικά, αναποτελεσματικό, αναποτελεσματικοί
Andre språk
Relaterte ord: ineffektiv
ineffektiv amming, ineffektiv antonymer, ineffektiv betydning, ineffektiv definisjon, ineffektiv engelsk, ineffektiv språk ordbok gresk, ineffektiv på gresk
Oversettelser
- industri på gresk - βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδου παραγωγής, κλάδο
- industriell på gresk - βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικών, βιομηχανικής, βιομηχανικές
- infanteri på gresk - πεζικό, Πεζικού, Πεζικό, του πεζικού, το πεζικό, Infantry
- infeksjon på gresk - μόλυνση, λοίμωξη, μόλυνσης, λοίμωξης, μολύνσεως
Tilfeldige ord
Ineffektiv på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αναποτελεσματική, αναποτελεσματικές, αναποτελεσματικά, αναποτελεσματικό, αναποτελεσματικοί
Oversettelser: αναποτελεσματική, αναποτελεσματικές, αναποτελεσματικά, αναποτελεσματικό, αναποτελεσματικοί