Kapasitet på gresk
Oversettelse: kapasitet, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
χωρητικότητα, ευχαριστημένος, ικανοποιημένο, ικανοποιημένος, ικανότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: kapasitet
kapasitet antonymer, kapasitet batteri, kapasitet betydning, kapasitet brann stadion, kapasitet definisjon, kapasitet språk ordbok gresk, kapasitet på gresk
Oversettelser
- kantine på gresk - καντίνα, παγούρι, κυλικείο, καντίνας, κυλικείων, κυλικείου
- kantre på gresk - αναστατώνω, ταραγμένος, ανατρέπω, ανατρέπομαι, ανατροπή, στην ανατροπή, περίπτωση ανατροπής
- kapittel på gresk - κεφάλαιο, κεφαλαίου, το κεφάλαιο, του κεφαλαίου, κεφάλαιο αυτό
- kappe på gresk - μανδύας, καζάκα, φόρεμα, εσθήτα, βαλιτσάκι, νυφικό, ποδιά
Tilfeldige ord
Kapasitet på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: χωρητικότητα, ευχαριστημένος, ικανοποιημένο, ικανοποιημένος, ικανότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
Oversettelser: χωρητικότητα, ευχαριστημένος, ικανοποιημένο, ικανοποιημένος, ικανότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας