Løe på gresk
Oversettelse: løe, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αχυρώνας, Διαβάστε περισσότερα, Loe, Διαβάστε, νύχτα Διαβάστε περισσότερα, νύχτα Διαβάστε
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: løe
løe antonymer, løe betydning, løe definisjon, løe grammatikk, løe i endring, løe språk ordbok gresk, løe på gresk
Oversettelser
- lærer på gresk - δασκάλα, καθηγητής, καθηγήτρια, δάσκαλος, δάσκαλο, των εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικός
- lærling på gresk - δόκιμος, τσιράκι, Apprentice, Μαθητευόμενος, μαθητευόμενων, μαθητευόμενου
- løfte på gresk - αναστηλώνω, σηκώνω, υψώνω, υπόσχεση, ασανσέρ, ανυψώνω, ανατρέφω, ...
- løgn på gresk - ψεύδομαι, κείμαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα
Tilfeldige ord
Løe på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αχυρώνας, Διαβάστε περισσότερα, Loe, Διαβάστε, νύχτα Διαβάστε περισσότερα, νύχτα Διαβάστε
Oversettelser: αχυρώνας, Διαβάστε περισσότερα, Loe, Διαβάστε, νύχτα Διαβάστε περισσότερα, νύχτα Διαβάστε