Legat på gresk
Oversettelse: legat, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
βάθρο, χάρισμα, ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, προικοδότηση, Κληροδότημα, Endowment, Αποταμιευτική, Κληροδοτήματος
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: legat
legat 2014, legat antonymer, legat bergen, legat betydning, legat definisjon, legat språk ordbok gresk, legat på gresk
Oversettelser
- ledsagelse på gresk - συνοδεία, συνοδούς, συνοδοί, συνοδών, των συνοδών
- legasjon på gresk - πρεσβεία, πρεσβείας, διπλωματικά θέματα
- lege på gresk - γιατρεύω, καπνίζω, αλατίζω, γιατρός, ιατρός, επουλώνω, επουλώνομαι, ...
- legeme på gresk - σώμα, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, το σώμα
Tilfeldige ord
Legat på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: βάθρο, χάρισμα, ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, προικοδότηση, Κληροδότημα, Endowment, Αποταμιευτική, Κληροδοτήματος
Oversettelser: βάθρο, χάρισμα, ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, προικοδότηση, Κληροδότημα, Endowment, Αποταμιευτική, Κληροδοτήματος