Leilighet på gresk
Oversettelse: leilighet, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
διαμέρισμα, επίπεδος, πιθανότητα, περίπτωση, συγκυρία, τύχη, ευκαιρία, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: leilighet
finn leilighet, finn.no leilighet, kjøpe leilighet, leie leilighet, leie ut leilighet, leilighet språk ordbok gresk, leilighet på gresk
Oversettelser
- leieboer på gresk - νοικάρης, κολίγας, ένοικος, ένοικο, ενοικιαστής, ενοικιαστή, Eνοικιαστή δωματίου
- leiekontrakt på gresk - εκμίσθωση, μίσθωση, μίσθωσης, μισθωμάτων, μισθώσεως
- leilighetsvis på gresk - σποραδικός, ενίοτε, περιστασιακά, κατά καιρούς, καιρούς, μερικές φορές
- leir på gresk - πηλός, άργιλος, πηλό, αργίλου, άργιλο
Tilfeldige ord
Leilighet på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: διαμέρισμα, επίπεδος, πιθανότητα, περίπτωση, συγκυρία, τύχη, ευκαιρία, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα
Oversettelser: διαμέρισμα, επίπεδος, πιθανότητα, περίπτωση, συγκυρία, τύχη, ευκαιρία, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα