Lete på gresk
Oversettelse: lete, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αναζήτηση, εξερεύνηση, εξερεύνησης, διερεύνηση, έρευνα, την εξερεύνηση
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: lete
lete antonymer, lete betydning, lete bøying, lete definisjon, lete eller leite, lete språk ordbok gresk, lete på gresk
Oversettelser
- lespe på gresk - ψεύδισμα, ψευδίζω, τραυλισμός, τραύλισμα, τραυλίζω, ψελλίζω, lisp
- lesse på gresk - φροντίδα, κατηγορία, reload, φορτώσετε εκ νέου, να φορτώσετε εκ νέου, τοποθετήστε ξανά, επαναφορτώσετε
- leting på gresk - κυνήγι, αναζήτηση, εξερεύνηση, εξερεύνησης, διερεύνηση, έρευνα, την εξερεύνηση
- lett på gresk - εύκολα, άνετος, ξανθός, εύκολος, ανάβω, φωτερός, φωτίζω, ...
Tilfeldige ord
Lete på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αναζήτηση, εξερεύνηση, εξερεύνησης, διερεύνηση, έρευνα, την εξερεύνηση
Oversettelser: αναζήτηση, εξερεύνηση, εξερεύνησης, διερεύνηση, έρευνα, την εξερεύνηση